- σπηλαιολόγος
- ο, ηεπιστήμονας που ασχολείται με τη σπηλαιολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπηλαιολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στη σπηλαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. speleologist (< σπήλαιο + λόγος*)] … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σπεολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στην εξερεύνηση και μελέτη τών σπηλαίων, αλλ. σπηλαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέος «σπηλιά» + λόγος*] … Dictionary of Greek
Γουβερνέτο — Μοναστήρι της Κρήτης στο βορειοανατολικό άκρο του ακρωτηρίου Μελέχα του νομού Χανίων. Ο φρουριακός περίβολός του έχει σχήμα παραλληλόγραμμου 40 x 50 μ., με τέσσερις τετράγωνους πύργους στις γωνίες. Στη μέση του περιβόλου βρίσκεται ο ναός με… … Dictionary of Greek
Πετρόχειλος, Ιωάννης — (1900 – 1960). Γεωλόγος και σπηλαιολόγος. Καταγόταν από τη Σμύρνη και σπούδασε φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά υπηρέτησε ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και το 1951 διορίστηκε στο ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους.… … Dictionary of Greek